Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

τὰ κιουτσέκια



Τοῦ Ἠλία Πετροπουλου  





Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ὑπῆρχε στὴν γλώσσα μας ἢ λέξη κιουτσέκι, πού, χάρη στὴν ἄγρυπνη φροντίδα τῶν πανεπιστημιακῶν καθαρμάτων, ἐξηφανίσθη διὰ παντὸς ἀπὸ τὸ πεδίον τῆς ἔρευνας καὶ ἀπὸ τὰ λεξικά μας. 'Ἔτσι, ἂν σήμερα ἕνας φοιτητὴς θελήσει νὰ μελετήσει τὸ θέμα, δὲν θὰ ἀνακαλύψει πουθενὰ τὴν λέξη κιουτσέκι. Ἀλλά, ἐμεῖς οἱ παλιόγεροι, ξέρουμε πῶς ὁ Βελὴ-πασάς, γιὸς τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ, γούσταρε περισσότερο τὰ κιουτσέκια ἀπὸ τὶς πανέμορφες ὀδαλίσκες τοῦ χαρεμιοῦ του. Συνήθως, χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη κιουτσέκι στὸν πληθυντικό, γιατί τὰ κιουτσέκια, ἔκαναν τὶς ἐμφανίσεις τοὺς ὁμαδικῶς.

Ἡ λέξη κιουτσέκι προῆλθε ἀπὸ τὸ τούρκικο kosek, πού, σύμφωνα μὲ τὰ σύγχρονα σεμνόπρεπα τουρκικὰ λεξικὰ σημαίνει: χορευτής, νεαρὸς χορευτής, μικρός, μικρὸ ζωάκι, καμηλόπουλο. Τὸ μικρὸ καμηλάκι τὸ λέγανε καὶ kosek. Κάποια παλιότερα τούρκικα λεξικὰ προσδιορίζουν πῶς, λέγανε kosek τὸν χορευτὴ ποὺ ἤτανε ντυμένος μὲ γυναικεία ροῦχα. Ὡστόσο, ὁρισμένα τοῦρκο-ἑλληνικὰ λεξικὰ ἐμφανίζονται κάπως πιὸ τολμηρά. Λόγου-χάρη, ὁ Ἀβρ. Μαλιάκας στὸ δικό του λεξικὸ (Κωνσταντινούπολις, 1876) γράφει: κιοτσέκι, χορευτὴς ὡραῖος διὰ τῶν χαριεντισμῶν αὐτοῦ [μὲ δασεία] εἰς διασκέδασιν συντελῶν. νεογνὸν καμήλου. Ὁ ἴδιος προσθέτει καὶ τὴν (προφανῶς, ὀσμανλίδικη) λέξη κιουδέκι: παιδίον, δοῦλος ἢ ὑπηρέτης νεαρός. Λέγανε κιουτσέκια τὰ μειράκια, ἢ τοὺς ἀκόμη ἀγένειους ἔφηβους, ποὺ χορεύανε φορώντας κατακόκκινα γυναικεῖα φουστάνια καὶ φανταχτερὰ διαδήματα. Τὰ κιουτσέκια χόρευαν σὲ σαράγια καὶ σὲ καφενέδες, συνήθως ἐνώπιον μόνον ἀνδρῶν. Τὰ κιουτσέκια χόρευαν διάφορους θηλυπρεπεῖς χορούς, ὅπως τὸ τσιφτετέλι καί, κυρίως, τὸν κατ' ἐξοχὴν δικό τους χορό, τὸ kocekce.

 

Γιαυτό, ἡ λέξη kocek (ἐκτὸς ἀπὸ μικρὸς χορευτὴς καὶ καμηλόπουλο) ἐσήμαινε καὶ πουστράκι.

συσχετισμὸς ἀνάμεσα στὸ πουλαράκι καὶ στὸν θηλυπρεπῆ νεαρὸ εἶναι γνωστὸς καὶ ἄλλοθεν: γαλλικὴ λέξη giton δηλώνει, ἀφ' ἑνός, τὸ μουλαράκι, καί, ἀφ' ἑτέρου, τὸν πουσταράκο.

θεσμὸς τῶν θηλυπρεπῶν χορευτῶν, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἰνδία καὶ Περσία, καὶ ξεπερνώντας τὰ ὅρια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς Ὀσμανλίδικης Αὐτοκρατορίας, ἁπλώθηκε ἀπὸ τὸ Μαγρὲμπ ὡς τὰ Βαλκάνια κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὡς τὴν τουρκόφωνη Κεντρώα Ἀσία.

τούρκικη λέξη kocek προῆλθε ἀπὸ τὸ ταυτόσημο περσικὸ kucek, ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ ἰνδικὸ κατσάκ. Στὴν Ἰνδία τὰ κατσὰκ φοράγανε (καὶ φορᾶνε) κατακόκκινη ἐνδυμασία καὶ χορεύανε θηλυπρεπεῖς χορούς.

Σημειωτέον ὅτι, τὰ κιουτσέκια χόρευαν ὑπὸ τοὺς ἤχους μίας μικρῆς ὀρχήστρας, ἀποτελούμενης ἐπίσης ἀπὸ ἀγένεια κιουτσέκια, ἐνῶ κάποια ἄλλα κιουτσέκια εἴχανε εἰδικευτεῖ στὸ τραγούδημα.

Ἡ παράδοση συνεχίζει στὴν σημερινὴ Τουρκία, ὅπου ἀρκετοὶ διάσημοι τραγουδιστὲς εἶναι συνάμα καὶ διάσημοι πούστηδες. Τοὺς εἶδα καὶ τοὺς ἄκουσα στὸ Βερολίνο...

Στὰ τούρκικα ὁ χορευτὴς λέγεται rαkkαs καὶ ἡ χορεύτρια rαkkαsse. Ἡ λέξη rαkkαs δηλώνει καὶ τὸ ἐκκρεμὲς τῶν ρολογιῶν τοῦ τοίχου. Ὁ χορὸς (καὶ ἡ αἰώρηση) ὀνομάζεται rakιs. Ἡ τούρκικη λέξη horα (ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ χορὸς) σημαίνει: ὁμαδικὸς χορός. Ἀποδῶ προῆλθε ἡ νεοελληνικὴ λέξη χόρα, ποὺ ἐπέζησε ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ. Οἱ τοῦρκοι τῆς Μαύρης Θάλασσας χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὸν τύπο horon πού, μᾶλλον, προῆλθε ἀπὸ τὸν ποντιακὸ χορόν. Κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις horα καὶ horon κρύβονται πολλοὶ λαϊκοὶ χοροὶ ποντιακῆς καὶ λαζικὴς καταγωγῆς. Κοντὰ στὶς λέξεις kocek / κιουτσέκι στέκουν κάποιες σχεδὸν ὁμόηχες λέξεις, ποὺ μπερδεύουν ἀρκούντως τὰ πράματα. Ἡ πολυσήμαντη τουρκικὴ λέξη kostek (ἁλυσίδα ρολογιοῦ, ἐμπόδιο, πέδη γιὰ τὰ ζῶα ποὺ βόσκουν, σχοινὶ στὰ πόδια ἀλόγων γιὰ νὰ μάθουν ἕνα εἰδικὸ βάδην) μᾶς ἔδοσε τὴν νεοελληνικὴ λέξη κιουστέκι (ἢ κουστέκι), ποὺ ὁ Βλαστὸς κατέγραψε δίχως νὰ ξέρει τὸ περιεχόμενό της. Κιουστέκια λέγανε ἐκεῖνες τὶς πολλαπλὲς ἁλυσίδες ποὺ κρεμάγανε, χιαστί, στὸ στῆθος, τὰ παλικάρια τοῦ 1821 (μαζὶ μὲ ἄλλα κοσμήματα, φλουριὰ καὶ τιτριμίδια). Ἡ τούρκικη λέξη kucuk σημαίνει: μικρὸς τὸ μέγεθος, μικρὸς στὴν ἡλικία. Ἡ λέξη kucuk διαθέτει πλεῖστα ἁπλὰ ἢ σύνθετα παράγωγα. Ἀπὸ τὸ kucuk προέρχονται τὰ νεοελληνικὰ κούτσικος καὶ κιουτσούκι (μικρός, πιτσιρίκι, ἀσήμαντος), καθὼς καὶ τὸ ἐπίθετο Κουτσοῦκος

Ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης δέχεται τὴν καταγωγὴ τοῦ ἐπωνύμου Κουτσοῦκος ἀπὸ τὸ kucuk [sic, ἀντὶ kucuk]. Τὴν ἴδια καταγωγὴ ἀπὸ τὸ kucuk [πάλι sic] δέχεται καὶ ὁ Βάσος Η. Βογιατζόγλου γιὰ μία σειρὰ ἐπώνυμά της Μικρᾶς Ἀσίας: Κουτσοῦκος Κουτσούκης, Κουτσουκέλλης κ.α. Ἐξάλλου, ὁ Δημήτρης Τομπαΐδης, στὰ Ἑλληνικὰ ἐπώνυμα τουρκικῆς προέλευσης (1990), ἀποδίδει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα Κιοτσέκογλου στὴν λέξη kocek, ποὺ ἑρμηνεύει μὲ τὸν ἀδόκιμο γελοῖο χαρακτηρισμό: μικροχορευτής. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Τομπαΐδης ἀποδεικνύει πὼς δὲν ξέρει ἑλληνικά...

Ὁ Νικόλαος Πολίτης, στὸν πρῶτο τόμο τῶν Παροιμιῶν (1899), ἐδημοσίευσε τὴν δυσεξήγητη παροιμία: Ἡ ἀᾶς κκιοστέκια θέλει (τουτέστιν, ὁ ἀγὰς θέλει κιουστέκια). Ὁ Πολίτης, ἀγνοώντας τὸ πολυσήμαντο τῶν λέξεων kostek / κιουστέκι, δίνει στὴν παροιμία (ἴσως, παροιμιόμυθο) μίαν ἑρμηνεία τραβηγμένη ἀπὸ τὰ μαλλιά: τοῦρκος τὶς ἐζήτησε πέδας ἵππων (τούρκ. κιοστέκια), ἀλλὰ τοὺς λόγους τοῦ προεστῶτος τοῦ χωρίου, ἀνακοινοῦντος τοῦτο, παρεννόησαν οἱ χωρικοί, ὑπολαβόντες ὅτι εἶναι τρελλὸς καὶ θέλει δέσιμον. Ἡ παροιμία αὐτή, προερχόμενη ἐκ Λειβησίου (τῆς Λυκίας), δὲν ἀναφέρεται σὲ ἕναν ὁποιοδήποτε τοῦρκο, ἀλλὰ στὸν ἀγὰ κάποιου χωριοῦ. Τὸ 1961, ἡ Καλλιόπη Μουσαίου-Μπουγιούκου ξαναπαρουσίασε τὴν ἴδια παροιμία, στὸ βιβλίο τῆς Παροιμίες τοῦ Λιβισιοῦ καὶ τῆς Μάκρης, ἐνισχυμένη μὲ μίαν ὑποσημείωση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Μουσαῖος (πρῶτος συλλέκτης αὐτῆς τῆς λαϊκῆς ἔκφρασης) ἀφηγήθηκε ἕνα σχετικὸ ἀνέκδοτο, πού, προφανῶς, παρέσυρε τὸν Νικόλαο Πολίτη. Ὡστόσο, ὁ προσεκτικὸς Στίλπων Κυριακίδης ἀνατρέπει τὸν Πολίτη, ὑποστηρίζοντας τὴν ἐκδοχὴ ὅτι, ὁ ἀγὰς ἀπαιτοῦσε κοσμήματα. 

Ἡ Καλλιόπη Μουσαίου-Μπουγιούκου, σὰν βραβευμένη πανεπιστημιακή, δὲν ἀποτόλμησε μία τομὴ στὸ αἰωρούμενο πρόβλημα. Αὐτὸ τὸ λέω ἐπειδή, ἐνδεχομένως, ὑφίσταται καὶ μία τρίτη ἐκδοχὴ τῆς παροιμίας: ὁ ἀγὰς κιουτσέκια θέλει - ἤτοι, ὁ μερακλὴς ἀγὰς ἀπαιτεῖ ἀγοράκια. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ προσθέσω καὶ τὶς τούρκικες λέξεις kucak (στῆθος, κόρφος, βυζί, στεφάνι) καὶ kic (πισινός, κωλομέρια, πίσω μέρος, πρύμνη), ποὺ δὲν φαίνεται νὰ περάσανε στὰ νεοελληνικά της κυρίως Ἑλλάδας.
 
Στὰ κυπριακὰ ἡ λέξη κκιοστέκκιν σημαίνει: ἁλυσίδα, πέδη - ἐνῶ τὸ ρῆμα κκιοστεκκιάζω σημαίνει: βάζω δεσμά, χειροπέδες (Κώστας Γιαγκουλλής).


Πίσω ἀπὸ τὰ κιουτσέκια εἶναι μισοκρυμένο τὸ Ἰδεῶδες της Ὀμορφιᾶς, ὅπως ἀποκρυσταλλώνεται στὴν μορφὴ τοῦ ἀγένειoυ Ἐφήβου - ἕνα πανάρχαιο ἰδεῶδες ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν Ἀνατολὴ ἐπὶ αἰῶνες. Ὁ νεαρὸς παρέμενε ὡραῖος ὡσότου ἐμφανιστεῖ στὰ μάγουλα ὁ ἴουλος καὶ στὶς γάμπες οἱ ἀγριότριχες. Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὁ χιτωνίσκος τῶν ἐφήβων ἔφτανε ὡς τὰ γόνατα. Οἱ σκληροὶ σατιρικοί της Ρώμης σαρκάζανε τοὺς νεαροὺς ποὺ ξυρίζανε τὰ πόδια τους. Οἱ μογγόλικες μινιατοῦρες τῆς Ἰνδίας, καθὼς καὶ οἱ περσικές, προτεῖναν σὰν πρότυπο τὸν ὄμορφο ἔφηβο μὲ τὴν λιγερὴ σιλουέτα. Ἡ λύσσα τῶν σοδομιστῶν τοῦ Βυζαντίου πέρασε στὸ Ἰσλάμ. Ἡ γενειάδα ἦτο προνόμιο τῶν τούρκων, ἀλλὰ τὰ ἲτς-ὄγλανια του σουλτανικοῦ σαραγιοῦ ἤσανε ἀγένεια.  Οἱ γραικύλοι τῆς Ὀσμανλίδικης Αὐτοκρατορίας ἐμφανίζονται ὑποχρεωτικῶς ξυρισμένοι. Ἐλάχιστοι καπετάνιοι τοῦ 1821 εἴχανε γενειάδα, κι αὐτὸ ἦτο, αὐτόχρημα, σημάδι ἀνταρσίας. 
 
Ὅλοι οἱ ξένοι περιηγητὲς μιλᾶνε μὲ φρίκη γιὰ τοὺς τούρκους κολομπαράδες. Γιαυτὸ οἱ νεοέλληνες ἔλεγαν: τοῦρκον φίλευε καὶ κῶλον φύλαγε. Ἡ μεγάλη παράδοση τῶν σοδομιστῶν ποιητῶν τῆς περσικῆς καὶ τῆς ἀραβικῆς σχολῆς συνεχίστηκε στὴν αὐλικὴ ποίηση τῆς Σουλτανικῆς Τουρκίας. Καὶ συνεχίζεται ἀκόμη σήμερα. Ἀντίστοιχα φαινόμενα διολισθαίνουν στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα, ἀλλὰ κάνουμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Στὶς φυλακές μας, μόλις σκάσει μύτη κάνας ὡραῖος νεαρός, οἱ βετεράνοι κατάδικοι σχολιάζουν: ἀνώτερος κι ἀπὸ γκόμινα! Ἄλλωστε, ἀπὸ τὴν ἀνθοῦσα πιάτσα τῶν ἐκδιδομένων πούστηδων καὶ λοιπῶν τραβεστί, ἀποδεικνύεται ὅτι, πλεῖστοι συμπατριῶτες μας τοὺς προτιμοῦν ἀπὸ τὶς γυναῖκες.

Τὰ ὅσα ἀφηγήθηκα ἐνισχύονται ἀπὸ τὴν εἰκονογράφηση βιβλίων διαφόρων ταξιδιωτῶν, ἀπὸ τὸ περιεχόμενο πινάκων ζωγραφικῆς τῶν λεγομένων orientalistes, καί, ἀπὸ τὶς ἄφθονες μινιατοῦρες τῆς Ἰνδίας, τῆς Περσίας καὶ τῶν ἄλλων μουσουλμανικῶν χωρῶν. Γιὰ μᾶς τοὺς νεοέλληνες, ἔχουν μίαν εἰδικότερη ἀξία οἱ μινιατοῦρες τῶν καλλιτεχνῶν τῆς Σουλτανικῆς Αὐλῆς -κυρίως, τοῦ μεγάλου ζωγράφου καὶ ποιητὴ Levni (πέθανε τὸ 1732)- ποὺ βρίσκονται στὴν μυθικὴ βιβλιοθήκη τοῦ Ἀχμὲντ ΙΙΙ, στὸ Τὸπ-Καπού. Ἤδη, τὸ 1960, δημοσιεύτηκε στὸ Τόκιο ἕνα λεύκωμα μὲ ἄγνωστες τούρκικες μινιατοῦρες. Οἱ περισσότεροι ξένοι ταξιδιῶτες (ἄλλοι ἤσανε ἔμποροι καὶ ἄλλοι κατάσκοποι τῶν βασιλιάδων τῆς Εὐρώπης) ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀνατολὴ μὲ ἀκρίβεια καὶ σεμνότητα, ἀλλὰ ὁ καλύτερός τους παραμένει ὁ Μάρκο Πόλο. Οἱ εὐρωπαῖοι ταξιδιῶτες καὶ ζωγράφοι εἶδαν, καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ βλέπουν, τὴν Ἀνατολὴ ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ ἐξωτισμοῦ.
 
Γιὰ τοὺς φτωχομπινέδες εὐρωπαίους οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ἀπολίτιστοι, εἶναι βάρβαροι. Ὅμως, ὅταν ὃ πρεσβευτὴς τῆς Περσίας ἔφτασε στὸ Λονδίνο, οἱ ἄγγλοι ἔμειναν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα μπρὸς στὶς πολυτελεῖς ἐνδυμασίες τῶν ἐπισκεπτῶν τοὺς (ἐξαιτίας τῶν ὁποίων καθιερώθηκε ἡ μόδα τῆς λευκῆς ρεδιγκότας). Καὶ ὅταν ἔφτασε στὸ Παρίσι ὁ πρεσβευτὴς τοῦ σουλτάνου, μὲ βαρύτιμα δῶρα, οἱ καραγκιόζηδες τοῦ εἰσέτι ἀνήλικου Βασιλέως Ἡλίου (σκατά!) ἔκαναν δουλοπρεπέστατες κωλοτοῦμπες.

Σημειωτέον ὅτι, οἱ περήφανοι πέρσες καὶ τοῦρκοι ἀξιωματοῦχοι ἀρνήθηκαν νὰ βγάλουν τὰ σαρίκια τοὺς μπρὸς στοὺς εὐρωπαίους βασιλιάδες. Δὲν παρέλειψαν, ὡστόσο, νὰ γαμήσουν ὅλα τὰ πουσταρέλια, ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὰ πάρκα τῶν ἐκεῖ ἀνακτόρων.
 
Σώθηκαν, σχετικῶς, ἀρκετὰ ντοκουμέντα... Οἱ orientalistes  ζωγράφοι ἀποτύπωσαν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν καί, ἐνίοτε, αὐτὸ ποὺ νόμιζαν πὼς ἔβλεπαν. Οἱ ψυχασθενεῖς σύγχρονοι νεοέλληνες μελετητὲς ἀναδημοσιεύουν (μὲ ἐθνικὸν ρίγος!) διάφορα ἔργα κάποιων orientalistes μὲ θέμα τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821. Ἀλλά, σχεδὸν ὂλ' αὐτὰ τὰ ἔργα ζωγραφικῆς ἔγιναν πολὺ ἀργότερα, βάσει σκαριφημάτων ἀγνώστων σκιτσογράφων, εἴτε βάσει ἀγορασμένων ἐθνικῶν ἐνδυμασιῶν ποὺ τὶς φοράγανε ἀλλοδαποὶ φίλοι (ἢ πληρωμένα μοντέλα) τῶν καλλιτεχνῶν. Τὰ μεγάλα ταμποὺ τῆς Ἀνατολῆς ἤσανε τὸ χαρέμι καὶ τὸ χαμάμι. Πλεῖστοι ὅσοι orientalistes ζωγράφισαν χαρέμια καὶ χαμάμια. Πρόκειται γιὰ τὴν μεγίστη καλλιτεχνικὴ ἀπάτη τῶν orientalistes. Οὐδεὶς εὐρωπαῖος ζωγράφος εἶδε ποτὲ τοῦ ὀδαλίσκες σὲ χαρέμι. Οὐδεὶς εὐρωπαῖος ζωγράφος κατάφερε νὰ μπεῖ σὲ γυναικεῖο χαμάμι.
Ἡ ἀραβικὴ λέξη χαρὲμ σημαίνει: ἀπαγορευμένο (ἀρχικῶς, τὸ ἀπαγορευμένο μέρος τῆς σκηνῆς, ὅπου ζοῦσαν κρυμμένες οἱ γυναῖκες). Μπρὸς στὸ κάθε παλάτι-χαρέμι τῶν πλουσίων μουσουλμάνων φύλαγε ἕνας καβάσης (ἀρβανίτης, ἢ μαυριτανός), ποὺ ἔκοβε, ἐπὶ τόπου, μὲ τὴν χαντσάρα του, τὸ κεφάλι τοῦ κάθε ἀνόητου ποὺ κοντοστεκότανε, κοιτάζοντας τὰ σαχνισιὰ μὲ τὰ πυκνὰ καφάσια τοῦ γυναικωνίτη. Ἡ ἀξιοθαύμαστη Lady Mary Montagu κατάφερε νὰ μπεῖ σὲ χαρέμι χάρη στὴν ὑποστήριξη τῆς βαλιντὲ-σουλτάνας.

Οἱ orientalistes ζωγράφοι ἀντιμετώπισαν τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση (τοῦ διπλοῦ ταμποὺ χαρέμι / χαμάμι) μὲ μία μαλαγανιά. Πρῶτα-πρῶτα, ἀποτύπωναν διάφορους ὀντάδες καὶ σαλόνια ἄδειων χαρεμιῶν, καί, μετά, ἐμπλούτιζαν αὐτὲς τὶς εἰκόνες μὲ γυμνές, ἡμίγυμνες ἢ ντυμένες ὀδαλίσκες καὶ δοῦλες. Φυσικά, ἀπὸ τὴν πλαστὴ θεματολογία δὲν ἔλειψαν κάποια ἀναπόφευκτα λάθη: π.χ. σὲ ἕνα ταμπλὸ παρουσιάζεται, μεταξὺ ἄλλων, ἕνας εὐνοῦχος μὲ μαύρη γενειάδα [!]. Τὸ θέμα τοῦ γυναικείου χαμὰμ ἀποδόθηκε μὲ παρόμοια τακτική: ζωγράφιζαν ἄδεια χαμάμια, καί, ὕστερα, προσθέταν γυμνὲς ὀδαλίσκες μὲ ψηλὲς γαλέντζες, καθὼς καὶ χαμαμτζοῦδες νὰ τρίβουν ξαπλωμένες γυναῖκες. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες οἱ orientalistes ζωγράφοι ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο. Βρῆκαν ἀρκετὰ λευκώματα μὲ ἄθλιες εἰσαγωγὲς καὶ λανθασμένες λεζάντες, γραμμένες ἀπὸ διάφορους αὐτοτιτλοφορούμενους ἀνατολιστές. Αὐτὰ τὰ ξόανα γράφουν ὅ,τι τοὺς κατέβη. Συγκεκριμένα, στὴν περίπτωση ποὺ ἕνας πίνακας ζωγραφικῆς παρουσιάζει ἕνα κιουτσέκι (ντυμένο στὰ κατακόκκινα) ὁ εὐρωπαῖος δῆθεν-ἀνατολιστὴς προσθέτει τὴν λεζάντα: ἀνατολίτισα χορεύτρια [sic]. Κι ἔτσι συμβαίνει πάντοτε, ἀφοῦ οἱ δῆθεν-σπεσιαλίστες δὲν ὑποψιάζονται πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα ἀγοράκι.


Αὐτὴ τὴν τερατώδη γκάφα δὲν τὴν ἀπόφυγε οὔτε ἡ Wiebke Walther, στὴν (πλούσια εἰκονογραφημένη) μελέτη τῆς Die Frau im Islαm, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1980 στὴν Λιψία (τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας, παρακαλῶ). Η Walther εἶναι μία ἐξαιρετικῆς σοβαρότητας ἰσλαμολόγος, ποὺ -ὑπὸ κομουνιστικὸ καθεστὼς- ἀποτόλμησε νὰ γράψει γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν χαρεμιῶν ποὺ τὰ μάστιζε ὁ σαπφικὸς ἔρωτας, γιὰ τοὺς ἄραβες ποιητὲς ποὺ ὑμνοῦσαν τὰ ἀγοράκια, γιὰ τοὺς χαλίφηδες ποὺ προτιμοῦσαν τοὺς νεαροὺς εὐνούχους, καὶ ἄλλα πολλά. Ὅμως, ἡ Wiebke Walther ἀρνήθηκε νὰ δεῖ καὶ νὰ σχολιάσει τὰ πολλὰ κιουτσέκια ποὺ παρελαύνουν στὶς μινιατοῦρες ποὺ ἡ ἴδια ἐπικαλέστηκε.

Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τοὺς ἀδαεῖς εὐρωπαίους στρέφομαι πρὸς τὴν σύγχρονη τουρκικὴ βιβλιογραφία. Ὁ καθηγητὴς Metin And μιλάει, ἐπαρκέστατα, γιὰ τὰ κιουτσέκια στὴν μελέτη τοῦ Ἃ Ρίctoriαl History of Turkish Dαncing (Ankara, 1976).  O Metin And εἶναι λιγάκι γνωστὸς στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν ἐργασία του γιὰ τὸ Θέατρο Σκιῶν τῆς Τουρκίας. Ἐδημοσίευσα ἀρκετὰ γιαυτὸν στὸ βιβλίο μου Ὑπόκοσμος καὶ καραγκιόζης. O Metin And, στὴν προαναφερθεῖσα μελέτη του, ἀφιερώνει οὐκ ὀλίγες σελίδες στὰ σινάφια τῶν ἐπαγγελματιῶν χορευτῶν τοῦ παλιοῦ καιροῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλεγόντουσαν καὶ τὰ κιουτσέκια. Ἀρχικῶς, o θηλυπρεπὴς χορευτής, ἢ ἡ ὀρχηστρίς, λεγότανε cengi. Ἀργότερα, ἡ λέξη cengi ἐδήλωνε τὴν χορεύτρια. Οἱ χορεύτριες δούλευαν σὰν γκροὺπ (cengikolu).

Παρομοίως καὶ τὰ κιουτσέκια. Οἱ χορευτὲς παρουσιαζότανε σὲ ἐπίσημες σουλτανικὲς γιορτὲς (π.χ. στὸ Ἂτ-Μεϊντᾶν), στὰ σαράγια, σὲ γάμους, σὲ καφενέδες, σὲ ταβέρνες. Γιὰ τὶς κομπανίες (kol) τῶν θηλυπρεπῶν χορευτῶν ἔγραψε καὶ ὁ Evliya, πού, ἄλλωστε, ἦτο ἔνθερμος κολομπαράς. Τὸ 1803-1804 τουλάχιστον ἑξακόσια κιουτσέκια ἐπιδείκνυαν τὸ ταλέντο τους στὶς ταβέρνες τῆς Πόλης.
 
Ο Metin And περιγράφει λεπτομερῶς τὰ κουστούμια τῶν κιουτσεκιῶν, τὰ ὄργανα ποὺ ἔπαιζαν (ζίλια), καὶ τοὺς αἰσχροὺς χοροὺς ποὺ χόρευαν. Ἐννοεῖται πώς, οἱ χοροὶ τῶν κιουτσεκιῶν συνοδευόντουσαν ἀπὸ χυδαία ἐπιφωνήματα τῶν θεατῶν. Ἐπικεφαλῆς σὲ κάθε kol ἤτανε ο kolbasi ποὺ ἔκλεινε τὶς συμφωνίες καὶ φρόντιζε γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ γκρούπ. Φυσικά, τὸ kol ἦταν πλαισιωμένο ἀπὸ τροφοδότες, μακιγιὲρ καὶ νταβατζῆδες. Καὶ φαίνεται πώς, στὸ παιχνίδι ἔπαιρναν μέρος καὶ οἱ καπανταῆδες γενίτσαροι - αὐτὸ εἰκάζεται ἀπὸ κάποιες σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ο Metin And παραθέτει διάφορες ἄλλες λεπτομέρειες γιὰ τὰ κιουτσέκια καὶ τὶς χορεύτριες. Δὲν χρειάζεται νὰ ἐπεκταθῶ στὸ θέμα τῆς ὁριζόντιας ἐργασίας τῶν μὲν καὶ τῶν δέ. Ὅσο γιὰ τὶς χορεύτριες ἤσανε, ἐπίσης, δεινὲς τζιβιτζιλοῦδες (λεσβίες). Οἱ μουσουλμάνοι δὲν καταντοῦσαν ποτὲ κιουτσέκια. Τὰ κιουτσέκια ἤσανε ἑλληνόπουλα, ἢ ἐβραιάκια, ἢ ἀρμενάκια. Πολλὰ κιουτσέκια κατάγονταν ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη. Ὅταν ὁ Metin And ἐδημοσίευσε, πρὸ εἰκοσιπενταετίας, τὸ εἰκονογραφημένο βιβλίο του γιὰ τοὺς χορούς, δὲν ὑφίστατο ἡ τουρκικὴ ἔκδοση τοῦ μεγάλου Lαrousse (1995), ποὺ εἶναι ἐκτενῶς συμπληρωμένη ἀπὸ ἕνα ἐπιτελεῖο τούρκων συγγραφέων. Σ’ αὐτὸ τὸ ἐπιτελεῖο χρωστᾶμε τὸ ὁλοσέλιδο λῆμμα kocek, ὅπου ἀνακαλύπτεις πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τοὺς θηλυπρεπεῖς χορευτὲς τῆς Ὀθομανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ παρουσία τους ὡς τὸ 1857, ὅποτε ἀπαγορευτῆκαν οἱ δημοφιλεῖς ἐμφανίσεις τους. Παρεμπιπτόντως, θὰ πρέπει νὰ τονίσω ὅτι, ὁ Metin And ἐνῶ μίλησε ἀρκούντως γιὰ τὰ kocekΙer (πληθυντικός του kocek), ἔδειξε μίαν ἀπαράδεκτη ἐθνικιστικὴ στάση κάθε φορᾶ ποὺ παρουσίασε ἕνα μὴ-τουρκικὸ θέμα. Ἔτσι π.χ. ἀπέφευγε συστηματικῶς νὰ κατονομάσει τοὺς λαζοὺς χορευτὲς τῆς περιοχῆς Τραπεζούντας, καθὼς καὶ τὰ γκροὺπ τῶν γεωργιανῶν καὶ καυκάσιων χορευτῶν, ἀπέκρυψε ἀναιδῶς τὴν ἐθνικότητα τῶν ἑλλήνων ποὺ χορεύουν κυκλικοὺς ὁμαδικοὺς χοροὺς (γκραβοῦρες 78, 79, 80), καὶ χαρακτήρισε τοὺς ζεϊμπέκηδες μὲ τὴν ἠλίθια λεζάντα: τοῦρκοι στρατιῶτες [sic]. Ἐπιπλέον, ὁ Metin And προσέθεσε, ἀναιτίως καὶ αὐθαιρέτως, τὴν φωτογραφία ἑνὸς χιτίτικου ἀναγλύφου.
 
Ο Metin And θὰ πρέπει νὰ μάθει, ἅπαξ διὰ παντός, ὅτι οἱ λαζοί, οἱ γεωργιανοί, οἱ ἀρμένηδες, οἱ πέρσες, οἱ κοῦρδοι, οἱ καυκάσιοι, οἱ τσερκέζοι, οἱ ἕλληνες, οἱ χαλδαῖοι, οἱ ζεϊμπέκηδες κτλ. οὔτε ἤσανε, οὔτε εἶναι τοῦρκοι. Ὅσο γιὰ τοὺς χιτίτες (ὅπως ὅλοι οἱ γηγενεῖς λαοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας) προϋπῆρξαν τῶν τούρκων τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια. Αὐτὴ τὴν ἀπώτερη ἐποχὴ οἱ τούρκικες φυλὲς βρισκόντουσαν ἀκόμη στὰ βάθη τῆς Κεντρώας Ἀσίας. Ο Metin And ἐπικαλέσθηκε σχετικῶς κάποιους εὐρωπαίους ταξιδιῶτες, καθὼς καὶ τὸν Evliya, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὸν Ὅμηρο, τὸν Ἡρόδοτο, τὸν Ξενοφώντα... Ἔγραψα βιαστικὰ αὐτὸ τὸ ἄρθρο μόνον γιὰ τοὺς φοιτητές μας, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κάποιος ἀπὸ δαύτους θὰ μελετήσει, στὰ σοβαρά, τὸ κοινωνικὸ (ἐπαγγελματικὸ καί, συνάμα, ὁμοσεξουαλικὸ) πρόβλημα ποὺ θέτουν τὰ κιουτσέκια. Οἱ φοιτητές μας δὲν πρέπει νὰ χάφτουν τὶς ἐθνικιστικὲς μποῦρδες τῶν καθαρμάτων, ποὺ ἐν Ἑλλάδι ἀποκαλοῦνται καθηγητὲς πανεπιστημίων.
 
Στὴν χώρα μας τὰ πανεπιστήμια ὑφίστανται γιὰ νὰ ἀποτυφλώνουν τοὺς νέους. Κάνω αὐτὴ τὴν θλιβερὴ διαπίστωση ξέροντας πώς, ἀπὸ τοὺς παλιότερους πανεπιστημιακοὺς ἐλάχιστοι ἀπέδειξαν τὴν ἀξιοπρέπειά τους (πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ Κώστας Βεργόπουλος), ἐνῶ, ἀνάμεσα στὴν τελευταία γενιὰ τῶν ἀκαδημαϊκῶν μας ἐπιστημόνων, μόλις καὶ διαφαίνονται λίγοι ἔντιμοι καὶ θαρραλέοι Ἐργάτες τοῦ Πνεύματος.

Ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἠλία Πετροπουλου, ὁ κουραδοκόφτης, ἔκδ. Νεφέλη, 2002
























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου